- μελοποιητής
- μελοποι-ητής, οῦ, ὁ,A = μελοποιός, AP11.143 (Lucill.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μελοποιητής — μελοποιητής, ὁ (Α) [μελοποιώ] μελοποιός … Dictionary of Greek
μελοποιητῇ — μελοποιητής masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)